διασωζω

διασωζω
    διασῴζω
    δια-σῴζω
    реже med.
    1) спасать

(τέν πόλιν Eur.; τὰς νέας Her.; τινὰ κινδυνεύοντα Plut.)

, благополучно выводить
    

(τινὰ ἐκ κινδύνων Isocr. и ἐξ ἀπορίας Plat.)

    διασωθῆναι εἰς Συρακούσας Plut. — благополучно добраться в Сиракузы;
    ἄξιος ἐπιμεληθῆναι ὅπως διασωθῇ Xen. — заслуживающий того, чтобы позаботиться о нем и спасти его

    2) сохранять, хранить
    

(τέν πίστιν τινί Xen.; τέν δόξαν Lys.; τὰ παλαιά Isocr.; τοὺς παλαιοὺς κλήρους Arst.)

    δ. τὸν εἰκότα μῦθον Plat. — сохранить правдоподобность рассказа

    3) приберегать
    

(τι εἰς μεγίστους κινδύνους Xen.)

    4) хранить в памяти, блюсти
    

(τὰ πατρῷα στρατηγήματα Xen.)

    5) препровождать под охраной
    

(τινὰ πρός τινα NT.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "διασωζω" в других словарях:

  • διασῴζω — preserve through pres subj act 1st sg διασῴζω preserve through pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διασώζω — διασῴζω preserve through pres subj act 1st sg διασῴζω preserve through pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διασώζω — διασώζω, διέσωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • διασώζω — (AM διασῴζω) 1. σώζω κάτι ή κάποιον από κίνδυνο, γλυτώνω 2. διατηρώ σώο από τη φθορά τού χρόνου, περισώζω 3. διαφυλάσσω μσν. 1. μετακομίζω, φέρνω κάτι με ασφάλεια 2. μέσ. δραπετεύω αρχ. 1. παθ. αναλαμβάνω από επικίνδυνη αρρώστια 2. μέσ. διατηρώ… …   Dictionary of Greek

  • διασώζω — διάσωσα και διέσωσα, διασώθηκα, περισώζω κάτι ακέραιο, γλιτώνω κάποιον από κίνδυνο ή κάτι από τη φθορά του χρόνου: Διασώθηκαν ελάχιστοι μετά την κατάρρευση της πολυκατοικίας από το σεισμό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διασεσωμένα — διασῴζω preserve through perf part mp neut nom/voc/acc pl διασεσωμένᾱ , διασῴζω preserve through perf part mp fem nom/voc/acc dual διασεσωμένᾱ , διασῴζω preserve through perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διασεσωσμένα — διασῴζω preserve through perf part mp neut nom/voc/acc pl διασεσωσμένᾱ , διασῴζω preserve through perf part mp fem nom/voc/acc dual διασεσωσμένᾱ , διασῴζω preserve through perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διασῴζεσθε — διασῴζω preserve through pres imperat mp 2nd pl διασῴζω preserve through pres ind mp 2nd pl διασῴζω preserve through imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διασῴζετε — διασῴζω preserve through pres imperat act 2nd pl διασῴζω preserve through pres ind act 2nd pl διασῴζω preserve through imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διασῴζῃ — διασῴζω preserve through pres subj mp 2nd sg διασῴζω preserve through pres ind mp 2nd sg διασῴζω preserve through pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διασώζεσθε — διασῴζω preserve through pres imperat mp 2nd pl διασῴζω preserve through pres ind mp 2nd pl διασῴζω preserve through imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»